- στερεοαυτογράφος
- ο, Ν(φωτογραμμ.) ο πρώτος εικονομετρογράφος χαρτογραφικής απόδοσης από ζεύγος γεωφωτογραφιών, ο οποίος επινοήθηκε το 1909.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek